Πέντε ελληνικές περιφέρειες εντάσσονται στην υψηλότερη κατηγορία κινδύνου φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ποσοστό άνω του 33% του πληθυσμού), σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat.
Πρόκειται για τη Δυτική Ελλάδα (35,2%), τη Δυτική Μακεδονία (36,3%), την Ανατολική Μακεδονία – Θράκη (33,8%), το Βόρειο Αιγαίο (33,2%) και τα Ιόνια νησιά (41,4%), ανάμεσα σε 25 συνολικά περιφέρειες της ΕΕ που εξετάστηκαν το 2024.

Όπως επισημαίνει η Eurostat, οι συγκρίσεις μεταξύ κρατών-μελών μπορεί κάποιες φορές να είναι παραπλανητικές, ιδιαίτερα όταν μικρές χώρες, όπως το Λουξεμβούργο ή η Μάλτα, αντιπαραβάλλονται με μεγαλύτερες όπως η Γερμανία, η Γαλλία ή η Ιταλία.
Για τον λόγο αυτό, η μελέτη περιφερειακών δεδομένων (NUTS) αποκαλύπτει ανισότητες τόσο στο εσωτερικό των χωρών όσο και στο σύνολο της ΕΕ, όπως για παράδειγμα το χάσμα Ανατολής – Δύσης στη Γερμανία ή το χάσμα Βορρά – Νότου στην Ιταλία.
Μεγάλες ανισότητες
Το 2024, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, 93 από τις 243 περιφέρειες παρουσίασαν ποσοστά κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο (21%). Τέσσερις περιφέρειες είχαν ίδιο ποσοστό, ενώ 146 κατέγραψαν χαμηλότερα ποσοστά.
Σε πέντε περιφέρειες, τα ποσοστά αυτά ήταν πάνω από το διπλάσιο του μέσου όρου της ΕΕ. Η υψηλότερη τιμή εντοπίστηκε στη Γουιάνα (Γαλλία), με 59,5%, και ακολουθούν η Καλαβρία (48,8%) και η Καμπανία (43,5%) στην Ιταλία, καθώς και η Μελίγια (44,5%) και η Θέουτα (42,2%) στην Ισπανία.
Περιφέρειες με εξίσου υψηλά ποσοστά βρίσκονται επίσης στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, όπως και στις αστικές περιοχές των Βρυξελλών (Βέλγιο) και της Βρέμης (Γερμανία).
Στον αντίποδα, το 2024 υπήρχαν 26 περιφέρειες όπου λιγότερο από το 12,5% του πληθυσμού βρισκόταν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. Σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται επτά περιφέρειες της βόρειας και κεντρικής Ιταλίας, με το Μπολτσάνο/Μπόζεν (6,6%) να εμφανίζει το χαμηλότερο ποσοστό στην ΕΕ.
Θετική εικόνα καταγράφεται και σε έξι από τις οκτώ περιφέρειες της Τσεχίας, όπως στη Jihozápad (8,8%) με το τρίτο χαμηλότερο ποσοστό, αλλά και σε τρεις περιφέρειες του βόρειου Βελγίου, τρεις της Αυστρίας, δύο της Πολωνίας, καθώς και σε περιφέρειες της Κροατίας, της Ρουμανίας, της Σλοβενίας, της Σλοβακίας και της βορειοδυτικής Ουγγαρίας (Közép-Dunántúl).
ΕΕ: Ένα στα τέσσερα παιδιά σε «κίνδυνο»
Το 2024, σύμφωνα με την Eurostat, το 24,2% των παιδιών κάτω των 18 ετών στην ΕΕ ζούσαν σε νοικοκυριά που αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σε περίπου 19 εκατομμύρια παιδιά και, αν και ελαφρώς μειωμένο σε σχέση με το 2023 (24,7%), παραμένει υψηλότερο από τα επίπεδα πριν από την πανδημία.
Οι διαφορές μεταξύ των χωρών παραμένουν έντονες, κυρίως ανάμεσα στη βόρεια και τη νότια Ευρώπη. Τα υψηλότερα ποσοστά παιδικής φτώχειας εντοπίζονται στη Βουλγαρία (35,1%), την Ισπανία (34,6%) και τη Ρουμανία (33,8%). Στον αντίποδα, η Σλοβενία (11,8%), η Κύπρος (14,8%) και η Τσεχία (15,4%) καταγράφουν τα χαμηλότερα.
Η Ελλάδα βρίσκεται στην τέταρτη θέση με ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά παιδικής φτώχειας στην ΕΕ, καθώς ένα στα τρία παιδιά ζει σε συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού. Οι κύριοι παράγοντες είναι το χαμηλό διαθέσιμο εισόδημα, το υψηλό κόστος ζωής, η ανεργία ή μερική απασχόληση των γονέων, η ανεπαρκής πρόσβαση σε ποιοτικές υπηρεσίες παιδικής φροντίδας και εκπαίδευσης, καθώς και τα κοινωνικά επιδόματα που θεωρούνται περιορισμένα.

Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στο μορφωτικό επίπεδο των γονέων. Παρατηρείται διαφορά άνω των 50 ποσοστιαίων μονάδων στον κίνδυνο φτώχειας σε 16 κράτη-μέλη της ΕΕ. Ειδικότερα, το 2024, 61,2% των παιδιών με γονείς χαμηλού μορφωτικού επιπέδου (ISCED 0–2) αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για παιδιά με γονείς ανώτατης εκπαίδευσης (ISCED 5–8) περιοριζόταν σε 11,0%.
Οι μικρότερες αποκλίσεις εντοπίστηκαν στη Δανία (29,3), την Πορτογαλία (29,5) και την Εσθονία (35,5), ενώ οι μεγαλύτερες στη Βουλγαρία (71,5), την Τσεχία (70,4) και τη Ρουμανία (69,9).
Ο δείκτης «παιδιά σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού» (AROPE) της Eurostat περιλαμβάνει τα παιδιά που ζουν σε νοικοκυριά με εισόδημα κάτω από το 60% του εθνικού μέσου όρου, με σοβαρή υλική και κοινωνική στέρηση ή σε νοικοκυριά με ελάχιστη ή καθόλου απασχόληση ενηλίκων.