Οι ανεπιθύμητες τηλεφωνικές κλήσεις επιστρέφουν δυναμικά στο προσκήνιο, αυτή τη φορά με ισχυρότερη νομική θωράκιση για τους πολίτες. Η πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου επαναβεβαιώνει τη συνταγματικότητα της διάταξης που προβλέπει ελάχιστη αποζημίωση 10.000 ευρώ για όσους παραβιάζουν το δικαίωμα των συνδρομητών στην ιδιωτικότητα, ανοίγοντας τον δρόμο για αυστηρότερη αντιμετώπιση των αζήτητων διαφημιστικών κλήσεων.
Στον πυρήνα του θεσμικού πλαισίου βρίσκεται το λεγόμενο «Μητρώο 11», το οποίο υποχρεούνται να τηρούν όλοι οι πάροχοι ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Πρόκειται για έναν κατάλογο στον οποίο εγγράφονται οι συνδρομητές που δηλώνουν ρητά ότι δεν επιθυμούν να λαμβάνουν τηλεφωνικές κλήσεις με διαφημιστικό ή προωθητικό περιεχόμενο.
Η εγγραφή στο μητρώο είναι απλή και μπορεί να πραγματοποιηθεί ηλεκτρονικά, μέσω τηλεφωνικής εξυπηρέτησης ή με φυσική παρουσία σε κατάστημα του παρόχου. Οι σχετικές οδηγίες είναι διαθέσιμες στις ιστοσελίδες των εταιρειών τηλεπικοινωνιών. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι το μέτρο δεν καλύπτει περιπτώσεις κλήσεων που προέρχονται από εταιρείες ή call centers τα οποία δραστηριοποιούνται ή εμφανίζονται να δραστηριοποιούνται εκτός Ελλάδας.
Πότε υφίσταται δικαίωμα αποζημίωσης
Εφόσον ένας συνδρομητής που έχει εγγραφεί στο «Μητρώο 11» συνεχίσει να δέχεται ανεπιθύμητες τηλεφωνικές κλήσεις, αποκτά δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το ισχύον νομικό πλαίσιο προβλέπει ότι το κατώτατο ποσό αυτής της αποζημίωσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο από 10.000 ευρώ.
Η πρόβλεψη αυτή στηρίζεται στις διατάξεις του νόμου 3471/2006, οι οποίες ρυθμίζουν τις μη ζητηθείσες επικοινωνίες και προβλέπουν ρητά την αποκατάσταση τόσο της περιουσιακής όσο και της ηθικής βλάβης που υφίσταται ο συνδρομητής.
Η νομική διαμάχη για το ύψος της αποζημίωσης
Το ύψος της ελάχιστης αποζημίωσης αποτέλεσε αντικείμενο έντονου προβληματισμού στη δικαστική πρακτική. Ορισμένα δικαστήρια είχαν εκφράσει την άποψη ότι το ποσό των 10.000 ευρώ είναι δυσανάλογο σε σχέση με την προσβολή που προκαλεί μία ή περισσότερες διαφημιστικές κλήσεις, κρίνοντας ότι παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας.
Άλλες αποφάσεις, ωστόσο, κινήθηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση, επισημαίνοντας ότι η προστασία των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής δικαιολογεί ένα αυξημένο κατώτατο όριο αποζημίωσης, το οποίο λειτουργεί και ως μέσο αποτροπής συστηματικών παραβάσεων.
Η καθοριστική κρίση του Αρείου Πάγου
Με την απόφαση 564/2024, ο Άρειος Πάγος έδωσε σαφή απάντηση στο ζήτημα, κρίνοντας ότι η επίμαχη διάταξη είναι απολύτως σύμφωνη με το Σύνταγμα. Το ανώτατο δικαστήριο έκρινε ότι το ελάχιστο όριο των 10.000 ευρώ εξυπηρετεί όχι μόνο την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, αλλά και την ουσιαστική προστασία των πολιτών από αυθαίρετες παρεμβάσεις στην ιδιωτική τους σφαίρα.
Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στον αποτρεπτικό χαρακτήρα της αποζημίωσης, ιδίως όταν οι παραβάσεις προέρχονται από ισχυρές επιχειρηματικές δομές που αξιοποιούν μαζικά αζήτητες τηλεφωνικές κλήσεις για εμπορικούς σκοπούς.
Εδραιώνεται η νομολογιακή γραμμή
Μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου, διαμορφώνεται πλέον μια σταθερή νομολογιακή κατεύθυνση υπέρ της συνταγματικότητας της ελάχιστης αποζημίωσης. Στο ίδιο πνεύμα κινούνται και νεότερες δικαστικές αποφάσεις, όπως εκείνη του Εφετείου Αθηνών (573/2025), οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι το ποσό των 10.000 ευρώ δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας.
Η εξέλιξη αυτή ενισχύει σημαντικά τη θέση των πολιτών απέναντι στις ανεπιθύμητες διαφημιστικές πρακτικές και αναδεικνύει τον ρόλο της Δικαιοσύνης στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 9Α του Συντάγματος.