Τα τελευταία χρόνια, ο όρος «influencer» έχει εδραιωθεί στην καθημερινή μας γλώσσα, σε σημείο που η δημόσια σφαίρα μοιάζει αδιανόητη χωρίς την παρουσία τους. Ποιοι, όμως, είναι πραγματικά αυτοί οι σύγχρονοι «επηρεαστές» και τι σημαίνει σήμερα να ανήκει κανείς σε αυτή την κατηγορία;
Παραδοσιακά, την προώθηση προϊόντων ή ιδεών αναλάμβαναν εταιρείες ή πρόσωπα με υψηλή αναγνωρισιμότητα. Η εμφάνιση των influencers, ωστόσο, άλλαξε τα δεδομένα. Πρόκειται για άτομα –συχνά χωρίς τηλεοπτικό υπόβαθρο ή προηγούμενη δημοσιότητα– που μέσω πλατφορμών όπως το Instagram, το TikTok και το YouTube κατόρθωσαν να δημιουργήσουν κοινό, να κερδίσουν εμπιστοσύνη και να αποκτήσουν σημαντικό βαθμό επιρροής.
Τελικά γιατί χρησιμοποιούμε τη λέξη «influencer» και όχι «επηρεαστής»;
Η λέξη προέρχεται από το αγγλικό influence (επιρροή). Αν και στα ελληνικά υπάρχει η απόδοση «επηρεαστής», σπάνια τη χρησιμοποιούμε. Το «influencer» φαίνεται πιο «μοντέρνο», πιο κοντά στη γλώσσα των social media και των παγκόσμιων τάσεων. Είναι ένας όρος που κουβαλά όχι μόνο σημασία, αλλά και status: δείχνει ότι κάποιος έχει πέραση, αναγνώριση και –συχνά– οικονομική απόδοση.
Οι influencers δεν διαφημίζουν μόνο προϊόντα. Συχνά δημιουργούν τάσεις (trends), επηρεάζουν απόψεις, ενισχύουν κοινωνικά ή πολιτικά μηνύματα και διαμορφώνουν στάσεις ζωής – από το τι θα φορέσουμε, μέχρι το πώς σκεφτόμαστε για τον εαυτό μας. Γι’ αυτό και η επιρροή τους δεν είναι πάντα αθώα ή θετική.