Σε μια ακόμα επικοινωνιακή εκδήλωση στο Μέγαρο Μαξίμου, ο πρωθυπουργός, κ. Κυριάκος Μητσοτάκης παρουσίασε τα αποτελέσματα της πολυδιαφημισμένης «αξιολόγησης» των δημοσίων υπηρεσιών από τους πολίτες. Πρόκειται, ουσιαστικά, για μια άσκηση εντυπώσεων που επιχειρεί να ντύσει με τον μανδύα της συμμετοχής και της διαφάνειας μια ήδη προκαθορισμένη πολιτική γραμμή: την απαξίωση του Δημοσίου και την προώθηση περαιτέρω ιδιωτικοποιήσεων.
Ο πρωθυπουργός έσπευσε να χαρακτηρίσει την πρωτοβουλία αυτή ως «καθρέφτη της πραγματικότητας», την ίδια στιγμή που τα αποτελέσματά της ανακοινώθηκαν χωρίς να έχουν προηγηθεί σαφείς εγγυήσεις για την αντιπροσωπευτικότητα, τη μεθοδολογία ή την ανεξαρτησία της διαδικασίας. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια «δημοσκόπηση» της κυβέρνησης… για την κυβέρνηση. Ειδικότερα, ο πρωθυπουργός είπε ότι: «Και όλα αυτά (σ.σ. αξιολόγηση) είχαν και έχουν έναν και μόνο στόχο: πώς το Δημόσιο θα γίνεται όλο και καλύτερο. Και πράγματι, μέσα σε λίγες εβδομάδες, με μία ανταπόκριση που νομίζω ότι, κύριε υπουργέ, ξεπέρασε και τις δικές μας προσδοκίες 65.000 πολίτες, γυναίκες και άνδρες, πήραν μέρος ουσιαστικά στην μεγαλύτερη δημοσκόπηση, η οποία έγινε ποτέ. Ένας καθρέφτης της πραγματικότητας, όπως όντως τη βιώνει ο πολίτης».
«Κοιταχτήκαμε στον καθρέφτη με θάρρος και με ειλικρίνεια. Είδαμε πράγματα που μας αρέσουν, είδαμε και πράγματα που δεν μας αρέσουν και το χρέος μας είναι να ασχοληθούμε πρωτίστως με τα δεύτερα» διαμήνυσε. Ωστόσο, η ρητορική αυτή, που μιλάει για το «θάρρος να κοιταχτούμε στον καθρέφτη» δηλαδή, φαντάζει μάλλον ειρωνική καθώς προέρχεται από ένα πολιτικό σύστημα που συστηματικά αποφεύγει τη θεσμική λογοδοσία, υποβαθμίζει τα εργαλεία του κοινοβουλευτικού ελέγχου και κυβερνά μέσα από προεδρικά διατάγματα και επικοινωνιακά σόου.
«Και εδώ θα το ξαναπώ πολύ με πολύ μεγάλη σαφήνεια ότι όσοι αρνούνται τη μέτρηση και την αξιολόγηση στις διάφορες δομές του Δημοσίου, ουσιαστικά αρνούνται και να λογοδοτήσουν στους πολίτες για τα πεπραγμένα τους. Και βέβαια ζητούν και να μην ελέγχονται για αυτά, αλλά το κράτος οφείλει να τίθεται στην υπηρεσία του πολίτη και όχι του υπαλλήλου του» συμπλήρωσε, χρησιμοποιώντας για μία ακόμα φορά τακτική που θυμίζει την εποχή της Δικτατορίας.
Ακόμα, ο πρωθυπουργός προσέθεσε ότι: «Να κάνω μια ειδική αναφορά στις τοπικές υπηρεσίες δόμησης. Παίρνουν χαμηλό βαθμό. Αυτό μας προβληματίζει ιδιαίτερα. Παίρνουν ακόμα πιο χαμηλό βαθμό εκεί που υπάρχουν. Προφανώς ενδείξεις και αποδείξεις πια παράνομων αδειοδοτήσεων τοπικών κυκλωμάτων. Όμως αναμένεται μια δραστική παρέμβαση από πλευράς κυβέρνησης και του αρμόδιου υπουργείου για τον τρόπο με τον οποίο εκδίδονται πια οι άδειες δόμησης».
Παράλληλα, η επιλεκτική προβολή θετικών στοιχείων, όπως οι καλές επιδόσεις του gov.gr, και η αντίστοιχη στοχοποίηση συγκεκριμένων υπηρεσιών —όπως οι πολεοδομίες— δείχνει ξεκάθαρα πού αποσκοπεί η «αξιολόγηση»: στο να δικαιολογηθεί το αφήγημα περί «αποτυχημένου» ή «αναποτελεσματικού» Δημοσίου, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για παραχώρηση αρμοδιοτήτων στον ιδιωτικό τομέα. Όπως τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Μητσοτάκης, πρόκειται για μία «ψήφο εμπιστοσύνης σε αυτήν την τολμηρή πρωτοβουλία που ανέλαβε η κυβέρνηση από το 2019 μέχρι σήμερα και προανήγγειλε νέες υπηρεσίες που θα εισέλθουν στο gov.gr, προκειμένου η καθημερινότητα των πολιτών να βελτιώνεται διαρκώς».
Παράλληλα, η δήθεν «πρόσκληση» προς τους δημάρχους να λάβουν υπόψη τους τα αποτελέσματα, αποκαλύπτει την πρόθεση να μετατεθούν ευθύνες στην Τοπική Αυτοδιοίκηση χωρίς να διασφαλίζεται η απαραίτητη χρηματοδότηση ή υποστήριξη, παγιώνοντας τη λογική «φταίνε οι άλλοι».
«Στη χαμηλή βαθμολογία βρέθηκαν οι υπηρεσίες δόμησης, κάτι στο οποίο αναφέρθηκε και ο πρωθυπουργός. Παίρνουν χαμηλότερο εκεί που υπάρχουν ενδείξεις ή αποδείξεις πλέον παράνομων αδειοδοτήσεων. Όμως πρέπει να αναμένεται μια δραστική δράση από την πλευρά της κυβέρνησης, μία δραστική παρέμβαση, προκειμένου οι άδειες αυτές να εκδίδονται με απόλυτη διαφάνεια» υπογράμμισε. Κάπου εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι η αναφορά στα «τοπικά κυκλώματα» και «παράνομες αδειοδοτήσεις», χωρίς να παρουσιάζονται στοιχεία ή να αναλαμβάνεται πολιτική ευθύνη για τη θεσμική αδράνεια που τα επιτρέπει, συνιστά μια κλασική τακτική αποπροσανατολισμού: να αποδίδονται διαχρονικές παθογένειες σε απροσδιόριστους «άλλους» —ποτέ στους κυβερνώντες.
Η εικόνα ενός πρωθυπουργού που εμφανίζεται ως αυστηρός ελεγκτής ενός συστήματος που ο ίδιος διαχειρίζεται επί πέντε χρόνια, γεννά σοβαρά ερωτήματα για το κατά πόσο πρόκειται για πραγματικό αυτοέλεγχο ή για έναν ακόμα κύκλο ανακύκλωσης ευθυνών και φθηνού εντυπωσιασμού. Τελικά, η «μεγάλη αξιολόγηση» φαίνεται περισσότερο ως εργαλείο πολιτικής διαχείρισης και λιγότερο ως γνήσιο βήμα για τη βελτίωση του Δημοσίου. Η εμπιστοσύνη των πολιτών δεν κερδίζεται με ερωτηματολόγια χωρίς θεσμική βάση, αλλά με πράξεις, λογοδοσία και πολιτική συνέπεια. Και σε αυτό το πεδίο, η κυβέρνηση οφείλει πολλά περισσότερα από όσα διακηρύσσει.