Σε μια εποχή που η ψυχική υγεία και η ισορροπία προσωπικής και επαγγελματικής ζωής επαναπροσδιορίζονται, ένα φαινόμενο επανέρχεται δυναμικά στην επικαιρότητα: το Quiet Quitting – ή αλλιώς, η «σιωπηλή παραίτηση».
Πρόκειται για μια συμπεριφορά που δεν έχει να κάνει με την παραίτηση με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Ο εργαζόμενος δεν εγκαταλείπει τη δουλειά του, δεν σταματά να είναι παραγωγικός. Αντιθέτως, εκτελεί τις υποχρεώσεις του όπως ορίζονται στο πλαίσιο της θέσης του – ούτε λιγότερο, αλλά ούτε και περισσότερο.
Η σιωπηλή απάντηση στην έλλειψη αναγνώρισης
Το Quiet Quitting δεν είναι τεμπελιά, ούτε αδιαφορία. Είναι συχνά μια στρατηγική απάντηση σε έναν εργασιακό πολιτισμό που περιμένει συνεχώς το «παραπάνω» χωρίς ποτέ να το ανταμείβει. Οι εργαζόμενοι που υιοθετούν αυτή την τακτική δεν είναι λιγότερο ικανοί ή αφοσιωμένοι. Είναι άνθρωποι που έχουν επανειλημμένα προσφέρει περισσότερα από όσα προβλέπονται — περισσότερο χρόνο, περισσότερη ενέργεια, περισσότερη ευθύνη — και δεν έλαβαν ποτέ την αναγνώριση ή την υποστήριξη που περίμεναν.
Όταν το επιπλέον έργο θεωρείται δεδομένο, όταν οι ευθύνες αυξάνονται χωρίς προαγωγή ή αύξηση αποδοχών, και όταν η εργατικότητα και η πρωτοβουλία δεν επιβραβεύονται, το Quiet Quitting γίνεται ένας μηχανισμός προστασίας της προσωπικής ευεξίας και διεκδίκησης σεβασμού στα όρια.
Από την πανδημία στην ψυχική ανθεκτικότητα
Το φαινόμενο αυτό αναδύθηκε έντονα στη μετά-COVID εποχή, ως συνέχεια της λεγόμενης «Μεγάλης Παραίτησης». Η πανδημία λειτούργησε ως καταλύτης, προκαλώντας σε πολλούς εργαζομένους έναν αναστοχασμό για το νόημα της εργασίας, τη σημασία της προσωπικής ζωής και την αξία της ψυχικής υγείας.
Στην Ελλάδα, η σιωπηλή παραίτηση δεν είναι απλώς απόηχος μιας παγκόσμιας τάσης. Είναι και αντίδραση στις παθογένειες του εγχώριου εργασιακού περιβάλλοντος: νεποτισμός, αδιαφάνεια στις προαγωγές, κουλτούρα μη αναγνώρισης, αδικία, έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας και διαλόγου με τη διοίκηση.
Όχι παραίτηση, αλλά επαναπροσδιορισμός
Το Quiet Quitting δεν είναι απόσυρση από την εργασία, είναι επαναπροσδιορισμός της σχέσης με αυτήν. Είναι ένα «όχι» στο να γίνονται οι εργαζόμενοι σιωπηλά διαθέσιμοι σε ατελείωτες απαιτήσεις, χωρίς την παραμικρή επιβράβευση ή έστω αναγνώριση.
Κι αν για τις επιχειρήσεις φαντάζει ως πρόβλημα, στην πραγματικότητα είναι μια ευκαιρία. Ευκαιρία για αναθεώρηση της κουλτούρας, επαναδιαπραγμάτευση του άρρητου «ψυχολογικού συμβολαίου» που ορίζει τις αμοιβαίες προσδοκίες εργοδότη και εργαζομένου.
Πώς μπορούν να απαντήσουν οι επιχειρήσεις
Η λύση δεν είναι ούτε η πίεση ούτε η αυστηροποίηση. Οι επιχειρήσεις οφείλουν:
- Να υιοθετήσουν διαφανή και δίκαια συστήματα αξιολόγησης και αναγνώρισης.
- Να προσφέρουν ευκαιρίες ανάπτυξης και ανέλιξης με βάση την αξιοκρατία.
- Να ενισχύσουν την ψυχολογική ασφάλεια στο εργασιακό περιβάλλον.
- Να δώσουν πραγματικό χώρο στη φωνή των εργαζομένων και να δημιουργήσουν μηχανισμούς ουσιαστικής ανατροφοδότησης.
Σε τελική ανάλυση, η επιβράβευση δεν είναι πολυτέλεια· είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη διατήρηση της όρεξης για εργασία, της αφοσίωσης και της επαγγελματικής αξιοπρέπειας. Οι εργαζόμενοι δεν προσφέρουν τον χρόνο και την ενέργειά τους απλώς για να «γεμίσουν τη μέρα» τους, αλλά για να ανταποκριθούν σε ολοένα αυξανόμενες οικονομικές υποχρεώσεις, σε μια πραγματικότητα που διαμορφώνεται από την ακρίβεια, την ανασφάλεια και τη συνεχή πίεση.
Η εργασιακή προσπάθεια έχει νόημα μόνο όταν συνοδεύεται από αναγνώριση – ηθική ή/και υλική. Αν αυτό λείπει, η «σιωπηλή παραίτηση» δεν είναι επιλογή, αλλά αποτέλεσμα. Και γι' αυτό, δεν αφορά την αδυναμία των εργαζομένων, αλλά την ευθύνη των επιχειρήσεων να εμπνέουν, να ακούν και να σέβονται.