Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, που δόθηκαν στη δημοσιότητα σήμερα, Τετάρτη 20 Αυγούστου, η Ελλάδα κατατάσσεται πρώτη μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς το ποσοστό των πολιτών που δεν έλαβαν την απαιτούμενη ιατρική περίθαλψη το 2024.
Συγκεκριμένα, το 21,9% των Ελλήνων ηλικίας 16 ετών και άνω, οι οποίοι χρειάζονταν ιατρικές εξετάσεις ή θεραπεία, δήλωσαν πως δεν κατάφεραν να τις λάβουν. Οι κυριότερες αιτίες που επικαλούνται είναι το υπερβολικό κόστος των υπηρεσιών υγείας, οι μεγάλες λίστες αναμονής και η δυσκολία πρόσβασης στις μονάδες υγείας λόγω απόστασης.
Σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που ανέρχεται μόλις στο 3,6%, η απόκλιση της Ελλάδας είναι εντυπωσιακή. Η Φινλανδία ακολουθεί στη δεύτερη θέση με 12,4% και η Εσθονία στην τρίτη με 11,2%. Στον αντίποδα, οι χώρες με τη μικρότερη αναλογία ανεξυπηρέτητων πολιτών είναι η Κύπρος (0,1%), η Μάλτα (0,5%) και η Τσεχία (0,6%).
Ανισότητες και εμπόδια στην υγειονομική κάλυψη
Η Eurostat τονίζει επίσης τις έντονες κοινωνικές ανισότητες σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, το 6% των ατόμων που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ανέφερε ότι δεν μπόρεσε να εξυπηρετηθεί ιατρικά, έναντι μόλις 3,2% για εκείνους που δεν ανήκουν σε αυτή την κατηγορία.
Η Ελλάδα εμφανίζει τη μεγαλύτερη ανισότητα μεταξύ αυτών των δύο πληθυσμιακών ομάδων: η διαφορά φτάνει τις 12,7 ποσοστιαίες μονάδες, με πάνω από το 32% των οικονομικά ευάλωτων πολιτών να μην έχει πρόσβαση στις απαραίτητες ιατρικές υπηρεσίες. Υψηλές ανισότητες καταγράφονται επίσης σε Ρουμανία (10,7 μονάδες) και Λετονία (9,9 μονάδες).
Τα ευρήματα αυτά αναδεικνύουν το μέγεθος του προβλήματος στην Ελλάδα, τόσο ως προς τη συνολική αδυναμία πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας όσο και σε σχέση με τις κοινωνικές διακρίσεις. Η χώρα ξεχωρίζει αρνητικά στον ευρωπαϊκό χάρτη, επιβεβαιώνοντας την ανάγκη για άμεσες μεταρρυθμίσεις στον τομέα της δημόσιας υγείας.
