Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα απασχόλησε το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων, όπου εκδικάζεται η δίκη της εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής. Η εισαγγελέας, για τρίτη συνεχόμενη ημέρα, αγόρευσε σχετικά με την ενοχή ή μη των 42 κατηγορουμένων, υπογραμμίζοντας πως «ο Παύλος Φύσσας επελέγη ως κατάλληλος στόχος γιατί τους χλεύαζε».
Η Κυριακή Στεφανάτου επισήμανε ότι «είναι πέραν πάσης αμφιβολίας βέβαιο ότι ο Π. Φύσσας ήταν ο στόχος» και ότι «όλοι οι κατηγορούμενοι που συμμετείχαν στη δολοφονία υπάκουσαν στις εντολές των ανωτέρων τους». Η εισαγγελέας εξύμνησε τη στάση του 34χρονου αντιφασίστα λέγοντας: «Αν δεν είχε ζήσει ο Φύσσας εκείνα τα λεπτά, δεν θα ήμασταν εδώ τώρα. Θα ήταν μια υπόθεση κατά αγνώστων ενδεχομένως μελών της Χρυσής Αυγής χωρίς έννομη σημασία. Οι χρυσαυγίτες ένιωθαν πανίσχυροι με αίσθημα αλαζονείας και αίσθηση του ακαταδίωκτου».
Μετά από αναφορά στην προσωπικότητα του Παύλου Φύσσα, τη δράση του κατά του φασισμού και τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες, η εισαγγελέας περιέγραψε τη στοχοποίησή του: «Τα διόλου κολακευτικά λόγια του ήταν γνωστά στους κατηγορούμενους, όπως προκύπτει από τις τηλεφωνικές συνομιλίες. Όταν κάποιος ακούει τραγούδια που δεν είναι της αρεσκείας τους, τότε έχουν δικαίωμα να τον χτυπήσουν».
Επεσήμανε επίσης ότι κάτι τέτοιο μπορεί να φαίνεται υπερβολικό, αλλά δεν είναι: «Ο Νίκος Μιχαλολιάκος είναι μετρ της ψυχολογίας, στηρίζεται στην πεποίθηση ότι όταν η αλήθεια ακούγεται απίθανη, οι άλλοι θεωρούν πιο λογικό να λες ψέματα». Η Κυριακή Στεφανάτου τόνισε ότι «η Χρυσή Αυγή απαιτούσε από τους πάντες όχι μόνο σεβασμό αλλά υποταγή», αναφέροντας παραδείγματα όπως η εντολή «Εγέρθητω» του βουλευτή Γερμενή προς τους δημοσιογράφους μετά τις εκλογές.
Σχετικά με τα γραφεία της Χρυσής Αυγής στη Νίκαια, υπογράμμισε ότι «ήταν το ορμητήριο των ταγμάτων εφόδου, από εκεί ξεκινούσαν και εκεί επέστρεφαν», τα οποία δρούσαν το 2013. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα αποτέλεσε «το σοκαριστικό τέλος μίας σειράς βίαιων, αιματηρών περιστατικών που χρεώνονται στην Τοπική της Νίκαιας», η οποία ήταν η πλέον δραστήρια και βίαιη, με τα γραφεία να χρησιμοποιούνται για βιντεοπροβολές εγκλημάτων μεταναστών για να φανατίζονται τα μέλη.
«Πραγματικά ο Παύλος Φύσσας δεν τους είχε προκαλέσει και η ιδιότητα του δεν δικαιολογεί τέτοιο μίσος»
Για την επιλογή του Φύσσα ως θύμα, η εισαγγελέας ανέφερε: «Είμαστε στη φάση της κλιμάκωσης της βίας, δηλαδή να προκαλέσουν τη αντίδραση της Αριστεράς να αντεπιτεθεί και να παρέμβει το παρακράτος. Μέσα σε 9 μήνες σημειώνονται πέντε μείζονες υποθέσεις, όπως ο Λουκμάν, η Πάρος και η δολοφονία Φύσσα, αλλά πλέον δεν υποχωρούσαν. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα δεν ήταν ακατανόητη, είχε νόημα. Πραγματικά ο Παύλος Φύσσας δεν τους είχε προκαλέσει και η ιδιότητα του δεν δικαιολογεί τέτοιο μίσος. Όμως η Χρυσή Αυγή ως εγκληματική οργάνωση πρώτον στόχευε στο ανώνυμο μέλος και όχι σε εμβληματικά πρόσωπα και αφετέρου η εξόντωση του αντιπάλου γινόταν από ολόκληρο το τάγμα και όχι από μεμονωμένους εκτελεστές. Ο Φύσσας δεν ήταν εμβληματικό πρόσωπο, ήταν ένας αντιφασίστας. Επελέγη ως κατάλληλος στόχος γιατί τους χλεύαζε με τα τραγούδια του και ήταν θέμα χρόνου η κινητοποίηση του τάγματος εφόδου».
Σύμφωνα με την εισαγγελική λειτουργό, «δεν θα άφηναν οι κατηγορούμενοι να ζήσει κάποιος που τους εξυβρίζει» κι έτσι κινητοποιήθηκε ιεραρχικά η Χρυσή Αυγή, με τον Ιω. Λαγό να «έχει διαρκή ενημέρωση για την εξέλιξη της επίθεσης όπως και για όσα ακολούθησαν, αφού είναι δεδομένο ότι τίποτα δεν έκανε ο Γ. Πατέλης χωρίς την έγκριση του Ιω. Λαγού», ενώ «ο Λαγός ήταν υπόλογος στον Μιχαλολιάκο για την εντολή του στον Πατέλη».
Στην επίθεση κατά της παρέας Φύσσα, έξω από την καφετέρια «Κοράλι» μετά το τέλος ποδοσφαιρικού αγώνα, «το θύμα ήταν κατευναστικό μέχρι το τέλος», ενώ «οι χρυσαυγίτες ήταν αδιάλλακτοι, εφοδιασμένοι με στειλιάρια και ρόπαλα, και επαναλάμβαναν «θα τους γ@@@ε».
Περιγράφοντας τα όσα προηγήθηκαν, η εισαγγελική λειτουργός ανέφερε: «Χωρίς να έχει προηγηθεί οτιδήποτε, παρουσία αστυνομίας και με έναρξη με παράγγελμα, 15 χρυσαυγίτες, κάποιοι με κοκάλινα γάντια μηχανής και κράνη, άρχισαν να κυνηγούν την παρέα Φύσσα. Συντεταγμένα δεν μετέβαλαν τη συμπεριφορά τους λόγω παρουσίας αστυνομικών και συνέχισαν προς Π. Τσαλδάρη που ήταν η παρέα Φύσσα φωνάζοντας «νατος εκεί είναι». Τότε ο Παύλος Φύσσας φώναξε «τρέξτε» στην παρέα του, προκειμένου να σωθούν, αλλά ο ίδιος δεν έτρεξε, πιθανόν για να προλάβουν οι δικοί του να γλυτώσουν».
«Την εξάρθρωση της δολοφονίας του την έκανε ο Παύλος Φύσσας μόνος του»
Η εισαγγελέας σημείωσε ότι «η επίθεση ήταν καταδρομική με εναλλασσόμενες επιθέσεις και ενέδρα. Δεν επεδίωξαν να τον εξοντώσουν, αλλά να τον αποδυναμώσουν μέχρι την έλευση του Ρουπακιά. Αν το επιθυμούσαν, 50 άνθρωποι μπορούσαν να τον εξοντώσουν, αλλά ήθελαν να τον καθυστερήσουν και εμπόδιζαν τους δικούς του να τον βοηθήσουν, παρέχοντας έτσι στο Ρουπακιά όλο τον χρόνο για να επιφέρει τα θανατηφόρα πλήγματα».
Η εισαγγελική λειτουργός συγκινήθηκε περιγράφοντας την προσπάθεια του Φύσσα να απομακρύνει τον Ρουπακιά και «να μάχεται για τη ζωή του». Όπως ανέφερε, ο 34χρονος «δεν πρόλαβε να αντιδράσει, καθώς ο Γ. Ρουπακιάς, ενεργώντας βάση σχεδίου, κινήθηκε κυκλωτικά για να αιφνιδιάσει τον Φύσσα, όπως και έγινε. Κατευθύνθηκε κατευθείαν, αιφνιδιάζοντας τον Φύσσα, ο οποίος ίσως να πίστευε ότι θα βοηθούσε στην εξομάλυνση. Όλοι περίμεναν κάποιον να σώσει τον Φύσσα. Στη θέα του Ρουπακιά όμως, άνοιξε ο κύκλος των χρυσαυγιτών, αγκάλιασε το θύμα και τον μαχαίρωσε. Εντελώς επαγγελματικά και καθόλου τυχαία, είναι πασιφανές ότι είχε εκπαιδευτεί. Δεν είναι τα 20 χτυπήματα που έχουμε συνηθίσει στα διαπροσωπικά εγκλήματα, ήταν εκτέλεση, επιτέλεση ενός έργου».
Συνέχισε περιγράφοντας ότι «ατάραχος και ήρεμος ο Ρουπακιάς μπήκε στο αυτοκίνητο και προσπάθησε να διαφύγει, αλλά ο Φύσσας ήταν ζωντανός και επέδειξε τον Ρουπακιά που τον μαχαίρωσε. Το ότι μπορεί να μαχαιρώσεις κάποιον στην καρδιά και αυτός να μείνει όρθιος και να έχει τις αισθήσεις του, δεν το περίμεναν οι κατηγορούμενοι. Είναι συγκλονιστικό: ενώ το θύμα είχε αγωνία για τη ζωή του, γνώριζε ότι ήταν θέμα χρόνου ο θάνατός του, εντούτοις αντί να ασχολείται με τον εαυτό του, έπρεπε να δείξει ποιος ήταν και να καταθέσει τις αποδείξεις, να σηκώσει δηλαδή την μπλούζα του. Την εξάρθρωση της δολοφονίας του την έκανε ο Παύλος Φύσσας μόνος του».
Επικαλούμενη την άρση του απορρήτου, η εισαγγελέας ανέφερε ότι με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώνεται πως ο Γ. Ρουπακιάς έδρασε ως μέλος Χρυσής Αυγής αλλά και τη γνώση του Νικ. Μιχαλολιάκου για τη δολοφονία, αφού αμέσως μετά προκύπτει τηλεφωνική επικοινωνία του με τον Ιω. Λαγό.Η τοποθέτηση αυτή προκάλεσε την αντίδραση του τελευταίου, ο οποίος είπε: «Για αυτό απορρίψατε το αίτημά μου το 2013 για να δείτε τι λέγαμε. Δεν θα τολμούσατε να τα λέτε αυτά τώρα».
Σχετικά με την τρομοκρατία της Χρυσής Αυγής, η εισαγγελέας τόνισε ότι «αυτό που κυριάρχησε στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και στα όσα ακολούθησαν ήταν η λέξη φόβος», αναφερόμενη σε μάρτυρες και αστυνομικούς που ήταν παρόντες.
Σχολίασε δε: «Για ποιο λόγο δεν προσήγαγαν τους Χρυσαυγίτες που έτρεχαν να πάρουν τα μηχανάκια; Γιατί δεν προσέγγισαν οι αστυνομικοί; Γιατί φοβήθηκαν», προσθέτοντας ότι η κορωνίδα της τρομοκρατίας του Λαγού φάνηκε όταν ο πρώτος προστατευμένος μάρτυρας κατέθεσε πως, ενώ ήταν αντιδραστικός και είχε λεκτική αντιπαράθεση με δικηγόρο, όταν αντιμετώπισε τον Λαγό μιλούσε ευγενικά και στον πληθυντικό, λέγοντας «με όλο το σεβασμό», «χίλια συγγνώμη» και «είστε πράος…», ενώ ο κατηγορούμενος εξύβριζε το δικαστήριο με αποτέλεσμα να αποβληθεί 5-6 φορές.