Την τελευταία της πνοή άφησε χθες, Παρασκευή 9 Μαΐου, το βράδυ σε ηλικία 103 ετών η Μάργκοτ Φριντλέντερ, μια από τις πιο γνωστές επιζήσασες του Ολοκαυτώματος.
«Μιλώ εκ μέρους εκείνων που δεν τα κατάφεραν», είχε δηλώσει σε συνέντευξή της στη δημόσια τηλεόραση ARD πριν από λίγες εβδομάδες, ενώ απόψε επρόκειτο να τιμηθεί με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος της Αξίας από τον ομοσπονδιακό πρόεδρο Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ.
Η ιστορία της έγινε ευρύτερα γνωστή μέσα από ντοκιμαντέρ και τα απομνημονεύματά της.
Η ζωή της
Η Μάργκοτ Φριντλέντερ γεννήθηκε σε εβραϊκή οικογένεια του Βερολίνου το 1921.
Η μητέρα και ο αδελφός της δολοφονήθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς και η ίδια συνελήφθη και εστάλη στο στρατόπεδο του Τερέζιενσταντ (Τερεζίν της Τσεχίας). Τελικά επέζησε, όπως και ο μελλοντικός σύζυγός της, με τον οποίο πήγε αργότερα στις ΗΠΑ.
Το 2010, σε ηλικία 88 ετών, η Φριντλέντερ επέστρεψε στην Γερμανία και αφιερώθηκε στην ενημέρωση των νέων, ειδικά στο πλαίσιο σχολικού προγράμματος για την ιστορική μνήμη που έφερε το όνομά της: «Η αποστολή μου είναι να λέω «να είστε άνθρωποι». Είμαστε όλοι το ίδιο. Δεν υπάρχει χριστιανικό, εβραϊκό, μουσουλμανικό αίμα. Υπάρχει μόνο ανθρώπινο αίμα», έλεγε συχνά.
Επισκέφθηκε αμέτρητα σχολεία και ενεθάρρυνε νέους και ηλικιωμένους «να μην επιτρέψουν να ξανασυμβεί αυτό που συνέβη τότε». Τα λόγια της, «να είστε άνθρωποι», συγκίνησαν εκατομμύρια ανθρώπους σε όλον τον κόσμο.
Δεν είχε μετανιώσει που επέστρεψε στο Βερολίνο, παρότι φίλοι και συγγενείς στις ΗΠΑ προσπάθησαν να τη μεταπείσουν. «Δεν θα μπορούσα να φανταστώ ποτέ ότι θα γύριζα πίσω σε αυτά τα γουρούνια», έλεγε χαρακτηριστικά η εξαδέλφη της στο ντοκιμαντέρ για την Μάργκοτ Φριντλέντερ. «Επέστρεψα για να μιλήσω μαζί σας και να σας απλώσω το χέρι. Επειδή ήθελα να είστε οι αυτόπτες μάρτυρες της εποχής που δεν μπορούμε πια να είμαστε εμείς», απαντούσε σε όποιον εξέφραζε την απορία του για την επιστροφή της στη Γερμανία.
Το περασμένο καλοκαίρι έγινε εξώφυλλο στη γερμανική Vogue ως σύμβολο ελπίδας και πηγή έμπνευσης και μίλησε για ακόμη μια φορά για την «αποστολή» της: «Θέλω να μοιραστώ τη ζωή μου με τις νεότερες γενιές και να προειδοποιήσω για την άνοδο της ακροδεξιάς και του αντισημιτισμού. Να υπενθυμίσω τη σημασία της μνήμης και της ανθρωπιάς», έλεγε.