Πολλοί χρησιμοποιούμε καθημερινά τη λέξη «αξεσουάρ», έναν όρο γαλλικής προέλευσης (accessoire) που έχει καθιερωθεί όταν μιλάμε για αντικείμενα που συμπληρώνουν το ντύσιμο ή τη γενικότερη εμφάνιση. Ωστόσο, υπάρχει μια απόλυτα ελληνική λέξη που αποδίδει με ακρίβεια την ίδια έννοια: το «παρελκόμενο».
Ο όρος «παρελκόμενο» χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάθε πρόσθετο αντικείμενο ή εξάρτημα που συνοδεύει κάτι άλλο, συμπληρώνοντας τη λειτουργία ή τον χαρακτήρα του. Από στοιχεία μόδας έως τεχνικά εξαρτήματα, ο ελληνικός αυτός όρος καλύπτει πλήρως τη σημασία που αποδίδουμε στα σύγχρονα «αξεσουάρ».
Με λίγα λόγια, το «αξεσουάρ» μπορεί άνετα να αποδοθεί στην ελληνική γλώσσα ως «παρελκόμενο», χωρίς να αλλάζει το νόημα.