Περισσότεροι από 250.000 συνταξιούχοι και αντίστοιχος αριθμός μισθωτών εργάζονται παράλληλα, αντιμετωπίζοντας υψηλή φορολογία και ασφαλιστικές εισφορές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ, περισσότεροι από 250.000 συνταξιούχοι εξακολουθούν να εργάζονται, είτε επειδή το εισόδημά τους δεν επαρκεί, είτε γιατί ανέλαβαν εργασία μετά από διάστημα ανάπαυσης.
Αντίστοιχος αριθμός μισθωτών (περίπου 250.000) κάνει και δεύτερη βάρδια, είτε ως μισθωτοί είτε ως ελεύθεροι επαγγελματίες.
Σημειώνεται ότι οι επίσημοι αριθμοί δεν περιλαμβάνουν:
-
Συνταξιούχους που εργάζονται στον πρωτογενή τομέα με εισόδημα έως 10.000€ ετησίως
-
Αδήλωτη δεύτερη εργασία, κυρίως επιστημόνων και ελεύθερων επαγγελματιών
Οι φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις
Η δεύτερη εργασία δεν επιβαρύνει μόνο την υγεία και τον ελεύθερο χρόνο, αλλά και το εισόδημα: φόροι και εισφορές μειώνουν έως και το 50% της αρχικής αμοιβής.
Παράδειγμα 1: Συνταξιούχος με μισθωτή απασχόληση
-
Σύνταξη: 830€ μεικτά
-
Αμοιβή από εργασία: 1.000€ μεικτά
-
Κρατήσεις:
-
Εισφορά ΕΦΚΑ 10%
-
Ασφαλιστικές εισφορές 16%
-
Φόρος: τουλάχιστον 22% (26% από 1/1/2026)
-
-
Τελικό καθαρό εισόδημα: 544–590€
Παράδειγμα 2: Μισθωτός με δεύτερη βάρδια
-
Μηνιαία αποδοχή: 1.000€ μεικτά
-
Κρατήσεις:
-
Φόρος 22% (20% από 1/1/2026)
-
Ασφαλιστικές εισφορές 16%
-
-
Καθαρό εισόδημα: 655€
Ελεύθεροι επαγγελματίες
Η εργασία ως ελεύθερος επαγγελματίας, παρά τη μικρή επιβάρυνση (+80€/μήνα υπέρ κύριας ασφάλισης), είναι πιο συμφέρουσα καθώς δεν υπόκειται σε τεκμήρια φορολόγησης (12.500–15.000€ καθαρά το χρόνο).
Η ανάγκη για δεύτερη εργασία, είτε σε μισθωτή θέση είτε ως ελεύθερος επαγγελματίας, παραμένει σημαντική για πολλούς Έλληνες, αλλά η φορολογία και οι ασφαλιστικές εισφορές περιορίζουν σημαντικά το καθαρό όφελος.
Οι επιλογές για μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης περιλαμβάνουν κυρίως τη μορφή απασχόλησης και τη συμμόρφωση με τις εξαιρέσεις του ΕΦΚΑ.