Οι έρευνες για τον εντοπισμό τυχόν αγνοούμενων μετά το ναυάγιο του αλιευτικού σκάφους που μετέφερε μετανάστες από το Τομπρούκ της Λιβύης, στο οποίο επέβαιναν τουλάχιστον 700 άνθρωποι συνεχίζονται και σήμερα, Σάββατο.
Υπενθυμίζεται πως από την πολύνεκρη τραγωδία έχουν ταυτοποιηθεί επισήμως 78 νεκροί και 104 διασωθέντες από τους τουλάχιστον 700 ανθρώπους που ταξίδευαν με το μοιραίο σκάφος, με τις ελπίδες για τον εντοπισμό τους να σβήνουν.
Στις έρευνες παίρνουν μέρος μία φρεγάτα του πολεμικού ναυτικού, τρία παραπλέοντα πλοία και ελικόπτερο του λιμενικού.
Στο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης της Μαλακάσας, έχουν οδηγηθεί 71 άτομα που διασώθηκαν από το ναυάγιο, ενώ 21 άτομα μαζί με ένα ακόμα που φέρεται ως διακινητής και φρουρείται, νοσηλεύονται στο νοσοκομείο της Καλαμάτας. Οι υπόλοιποι 8 κατηγορούμενοι που έχουν συλληφθεί ως οι διακινητές των μεταναστών παραμένουν στο Αστυνομικό Τμήμα της Καλαμάτας.
Όλοι οι κατηγορούμενοι θα οδηγηθούν το πρωί της Δευτέρας στην εισαγγελία, με τις κατηγορίες της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης που αφορά παράνομη διακίνηση παράτυπων μεταναστών πρόκληση ναυαγίου από αμέλεια και έκθεση ζωής σε κίνδυνο.
Στο μεταξύ στο κτήριο «Κεράνης» του υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου (Λεωφόρος Θηβών 196-198, Άγιος Ιωάννης Ρέντη-Νίκαιας Αττικής, ΤΚ 18233) θα εδρεύει η Ομάδα Αναγνώρισης Θυμάτων Καταστροφών προκειμένου να υπάρχει περαιτέρω αρωγή στην προσπάθεια αναγνώρισης των θυμάτων του ναυαγίου σε διεθνή ύδατα, 47 ν.μ. ανοιχτά της Πύλου. Παράλληλα θα λειτουργήσει τηλεφωνικό κέντρο προς τον σκοπό αυτόν.
Το τηλέφωνο και τo email επικοινωνίας με την Ελληνική Ομάδα D.V.I., θα είναι τo 2131386000 και το [email protected], αντίστοιχα. Το παραπάνω θα λειτουργεί από σήμερα Σάββατο 17 Ιουνίου 2023 κατά τις ώρες 09.00 έως 19.00 (UTC+3) σε καθημερινή βάση και θα υποστηρίζει τις ακόλουθες γλώσσες: Αγγλικά, Αραβικά, Παστό και Ουρντού.
«Οι πρόσφυγες θα μπορούσαν να έχουν σωθεί»
Ειδικός απεσταλμένος της Ύπατης Αρμοστείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) για τους Πρόσφυγες στη Μεσόγειο, Βίνσετ Κότσετελ, μιλώντας στο CΝΝ σημείωσε ότι: «Η τραγωδία θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί», ενώ έκανε αναφορά και σε μαρτυρίες που αν επιβεβαιωθούν εκθέτουν τις ελληνικές αρχές.
Την ίδια στιγμή οι αντιφάσεις από την πλευρά του Λιμενικού γεννούν νέα ερωτήματα για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβη το ναυάγιο.
Ο Βίνσετ Κότσετελ ανέφερε ότι το πλοίο που έπλεε για ημέρες στη θάλασσα εντοπίστηκε από τις ευρωπαϊκές αρχές που γνώριζαν ότι ήταν δεν ήταν αξιόπλοο ενώ στη συνέχεια το συνόδευαν εμπορικά πλοία και σκάφος της ελληνικής ακτοφυλακής. Όπως ξεκαθάρισε ακόμα κι αν επιβάτες του πλοίου αρνήθηκαν βοήθεια, αυτή έπρεπε να παρασχεθεί.
«Γνωρίζουμε ότι ένα εμπορικό πλοίο πλησίασε το σκάφος και οι επιβαίνοντες αρνήθηκαν βοήθεια. Όμως, οι συνθήκες της βύθισης, σύμφωνα με ορισμένους μάρτυρες, δείχνουν ότι υπήρξε μανούβρα από το ελληνικό Λιμενικό προκειμένου να βγει το σκάφος από τα ελληνικό SAR και να συνεχίσει την πορεία του σε άλλη χώρα», είπε χαρακτηριστικά ενώ ζήτησε παράλληλα ανεξάρτητη έρευνα για να μάθουμε για το τι πραγματικά συνέβη.
Μάλιστα, είπε ότι το να «συνοδεύεται» από τις τοπικές αρχές ένα πλοίο με πρόσφυγες ή ακόμα να εφοδιάζεται με τρόφιμα και νερό προκειμένου να συνεχίσει το ταξίδι του για τον προορισμό του που συνήθως είναι η Ιταλία είναι μία πρακτική που την έχουμε ξαναδεί.
Σχετική ανακοίνωση εξέδωσε και η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, ο ΔΟΜ και άλλοι διεθνείς οργανισμοί που ζητούν από την ΕΕ να αναλάβει τις ευθύνες της για το ναυάγιο και να μην περιορίζεται σε εκ των υστέρων κενά περιεχομένου «ποτέ ξανά» αλλά και να γίνει έρευνα για τις συνθήκες του ναυαγίου.
Ώρες αγωνίας για του συγγενείς των μεταναστών και προσφύγων
Ώρες αγωνίας ζουν οι συγγενείς των μεταναστών και προσφύγων που περίμεναν νέα από το ναυάγιο στην Πύλο και τριγυρνούσαν στο λιμάνι της Καλαμάτας με τα κινητά στα χέρια, δείχνοντας τις φωτογραφίες των δικών τους ανθρώπων με την ελπίδα να είναι μεταξύ των διασωθέντων.
Ορισμένοι λύγιζαν, ξεσπούσαν κι άλλοι παρέμεναν στον χώρο μήπως μάθουν κάτι παραπάνω. Καθώς περνούσαν οι ώρες όλο και περισσότεροι συγγενείς αγνοουμένων κατέφταναν στο λιμάνι της Καλαμάτας, άλλοι έχοντας μαζί τους ελάχιστα πράγματα και άλλοι με βαλίτσες στα χέρια τους.
Το δεύτερο βράδυ από την ημέρα που έγινε το ναυάγιο ο Ταχίρ Ραζάρ από το Πακιστάν που εδώ και χρόνια μένει στην Ελλάδα πλησιάζει στην είσοδο της αποθήκης στο λιμάνι της Καλαμάτας και ρωτάει τις αρχές μήπως έχουν δει τον 18χρονο ξάδερφό του. Δείχνει τη φωτογραφία του νεαρού συγγενή του από το Πακιστάν που έφυγε από τη χώρα του, πήγε στη Λιβύη και επιβιβάστηκε στο αλιευτικό σκάφος. «Ήθελε να φύγει από το Πακιστάν και να πάει στην Ιταλία. Δεν άντεχε άλλο την κατάσταση και τη φτώχεια στη χώρα του, μας έλεγε δεν αντέχεται άλλο, πρέπει να φύγουμε από εδώ», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, δείχνοντάς μας τη φωτογραφία του ξαδέρφου του.
«Πλήρωσε 5.000 δολάρια για να φύγει να πάει να βρει δουλειά», εξηγεί. Μια μέρα πριν ταξιδέψει, επικοινώνησε με τους δικούς του και τους είπε «να κάνουν την προσευχή τους για να φτάσει». Δεν έφτασε ποτέ όμως. «Μίλησα με τους γονείς του προσπαθούσα να τους καθησυχάσω, αλλά δεν τον βρίσκουμε πουθενά», λέει στο μέσο, αποχωρώντας από το λιμάνι, δίχως να έχει κάποιο νεότερο για τον συγγενή του.
Από την άλλη πλευρά, στο επιχειρησιακό κέντρο που είχε στηθεί, κλιμάκιο του τομέα αναζητήσεων και αποκατάστασης οικογενειακών δεσμών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού προσπαθούσε να βοηθήσει τους διασωθέντες να επικοινωνήσουν με κάποιο οικείο τους πρόσωπο. «Το βράδυ της Πέμπτης 15 Ιουνίου κάναμε πάνω από 78 τηλέφωνα. Όσοι είχαν διασωθεί και θυμούνταν κάποιο τηλέφωνο συγγενή τους απευθύνονταν σε εμάς για να μιλήσουν με τους δικούς τους. Οι κλήσεις διαρκούσαν περίπου 3 λεπτά ώστε να επικοινωνήσουν για να πουν ότι είναι καλά και σώοι», επισημαίνει στο μέσο, η τομεάρχης αναζητήσεων και αποκατάστασης οικογενειακών δεσμών Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, Μαρία Λιανδρή. Μπορεί να μην καταλάβαιναν τη γλώσσα ωστόσο, όπως εξηγεί, στο πρόσωπο των διασωθέντων μεταναστών και προσφύγων αποτυπώνονταν όλα τους τα συναισθήματα.
«Εμείς δεν καταλαβαίνουμε τη γλώσσα, αποτυπώνονται όμως όλα τα συναισθήματα και στο πρόσωπο και στους ήχους, την ίδια ώρα που από την άλλη μεριά της γραμμής μπορεί να ακούσεις μία κραυγή χαράς, ένα κλάμα, μία φωνή. Συμμετέχεις. Είναι ανάμεικτα τα συναισθήματα. Αυτό που είναι κοινό και συζητούσαμε είναι ότι όλα τα πρόσωπα όταν έρχονται είναι κατηφή και όταν κλείνουν τα τηλέφωνα λάμπουν», περιγράφει στο μέσο η κ. Λιανδρή προσθέτοντας ότι το πιο δύσκολο κομμάτι είναι να μην θυμάται κάποιος το τηλέφωνο ή να μην μπορείς να πιάσει εύκολα γραμμή. «Η επικοινωνία είναι ένα δικαίωμα όπως και να ψάχνουν και να αναζητούν οι άνθρωποι τους δικούς τους. Κι εμείς αυτή την υποχρέωση έχουμε να καλύπτουμε αυτό το δικαίωμα. Εμάς μας δηλώνουν ποιους θα καλέσουν και ρωτάμε και τη συγγένεια για να δούμε υποστηρικτικά μήπως χρειαστούμε. Οι πιο πολλοί κάλεσαν τα αδέρφια τους και τις μαμάδες τους», τονίζει.
Η κ. Λιανδρή θυμάται χαρακτηριστικά τον πρώτο άνθρωπο που προσπάθησε να μιλήσει με κάποιον δικό του. «Ο πρώτος που κάθισε για να μιλήσει φαινόταν ότι ήταν ταλαιπωρημένος. Ήταν πάρα πολύ ήσυχος και αμίλητος που φαινόταν σαν να μην έχει συναίσθημα μόλις μίλησε άρχισε να κλαίει. Ήταν τελείως άλλος άνθρωπος ήταν σαν να ξέσπασε», λέει και τονίζει ότι ήταν αρκετοί αυτοί που ξέσπασαν σε λυγμούς.
Στην αρχή, όπως αναφέρει, οι περισσότεροι νιώθουν μια αγωνία. Την ίδια αγωνία νιώθουν κι εκείνοι που μεσολαβούν για να μιλήσουν με τις οικογένειές τους.
«Εμείς έχουμε πιο πολύ την ανάγκη να βρούμε τον δρόμο να καθοδηγήσουμε τους ανθρώπους για το τι πρέπει να κάνουν, ειδικά όταν πρόκειται για ένα τόσο μεγάλο δυστύχημα με τόσους νεκρούς και αγνοούμενους. Αυτό που είναι το πιο δύσκολο είναι να μπούνε τα πράγματα σε μια σειρά και να ξέρουν οι άνθρωποι που να ψάξουν και πως να ψάξουν οπότε εμείς αισθανόμαστε όλοι αυτή την πίεση», σημειώνει ενώ προσθέτει ότι χρειάζεται να κοινοποιηθεί ότι ο ερυθρός σταυρός είναι το ίδιο ακριβώς σε όλο τον κόσμο οπότε σε όποια χώρα και να είναι κάποιος μπορεί να απευθυνθεί στον αντίστοιχο Ερυθρό Σταυρό για να αναζητήσει κάποιο οικείο του πρόσωπο.