Ένα καλά οργανωμένο κύκλωμα ξεπλύματος μαύρου χρήματος, το οποίο λειτουργούσε μέσα από απολύτως νόμιμες στοιχηματικές πλατφόρμες, εντόπισε η Αρχή για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες. Η έρευνα αποκάλυψε την εμπλοκή περίπου 200 ατόμων που μετέφεραν μεγάλα χρηματικά ποσά μέσω του διαδικτυακού τζόγου για να δώσουν νόμιμη μορφή σε αδήλωτα εισοδήματα. Δέκα στοιχηματικές εταιρείες, αν και λειτουργούσαν εντός του νομικού πλαισίου, χρησιμοποιήθηκαν ως «κανάλια» για τη νομιμοποίηση παράνομων κεφαλαίων.
Στο επίκεντρο των ερευνών βρίσκονται υψηλόβαθμοι κρατικοί λειτουργοί, μεταξύ των οποίων και διευθυντικά στελέχη υπουργείων και δημοσίων οργανισμών. Οι συγκεκριμένοι αξιωματούχοι φέρονται να αξιοποίησαν τις στοιχηματικές εταιρείες για να «δικαιολογήσουν» εισοδήματα που δεν ανταποκρίνονταν στις φορολογικές τους δηλώσεις.
Η υπόθεση αφορά περίπου 200 άτομα, τα οποία – σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία – φέρονται να κατέθεταν σε στοιχηματικούς λογαριασμούς ποσά που ξεκινούσαν από 100 ευρώ και έφταναν έως και το 1 εκατομμύριο ευρώ. Η Αρχή, στο πλαίσιο εκτεταμένων οικονομικών ελέγχων, συνέκρινε τις δηλωμένες φορολογικές απολαβές των εμπλεκομένων με τα χρηματικά ποσά που διακινήθηκαν μέσω τζόγου, εντοπίζοντας σημαντικές αναντιστοιχίες.
Ο μηχανισμός λειτουργίας του κυκλώματος
Το σύστημα ξεπλύματος βασιζόταν σε ένα δίκτυο «πρακτόρων» – κυρίως ιδιοκτητών καταστημάτων όπως μίνι μάρκετ, ψιλικατζίδικα και πρατήρια καυσίμων – τα οποία δεν είχαν καμία σχέση με τον χρηματοοικονομικό ή τον στοιχηματικό κλάδο. Τα καταστήματα αυτά λειτουργούσαν ως ενδιάμεσοι: δέχονταν μετρητά από τους παίκτες και τα κατέθεταν στους στοιχηματικούς λογαριασμούς, χρησιμοποιώντας μοναδικούς κωδικούς ταυτοποίησης.
Η διαδικασία ήταν προσεκτικά σχεδιασμένη. Ο κάθε συμμετέχων άνοιγε έναν λογαριασμό σε νόμιμη εταιρεία τυχερών παιγνίων μέσω Διαδικτύου και λάμβανε έναν προσωπικό κωδικό. Με αυτόν, μπορούσε να καταθέσει μετρητά σε συνεργαζόμενο κατάστημα, το οποίο στη συνέχεια τα περνούσε στον στοιχηματικό του λογαριασμό.
Τα ποσά αυτά, εμφανιζόμενα ως κέρδη από τυχερά παιχνίδια, μεταφέρονταν στη συνέχεια σε προσωπικούς τραπεζικούς λογαριασμούς, αποκτώντας έτσι «καθαρή» προέλευση. Με αυτό τον τρόπο, το παράνομο χρήμα μετατρεπόταν σε νόμιμο εισόδημα, υπονομεύοντας το σύστημα ελέγχου και διαφάνειας.