Η ελληνική εκδοχή της λέξης «pâtisserie» είναι κυρίως το ζαχαροπλαστείο.
Ανάλογα όμως με το ύφος και το περιεχόμενο, χρησιμοποιούνται κι άλλες αποδόσεις:
- Ζαχαροπλαστική → όταν μιλάμε για την τέχνη/τεχνική (π.χ. «γαλλική ζαχαροπλαστική»)
- Ζαχαροπλαστείο τύπου pâtisserie → πιο περιγραφικό, συχνό σε άρθρα lifestyle
- Γαλλικό ζαχαροπλαστείο → όταν θέλουμε να τονίσουμε το στυλ και την προέλευση
Στη δημοσιογραφική γραφή, το pâtisserie συχνά διατηρείται ως ξενικός όρος για λόγους αισθητικής ή trend, αλλά καλό είναι να συνοδεύεται από ελληνική επεξήγηση.