Η λέξη «σπρέι» έχει καθιερωθεί εδώ και δεκαετίες στην καθημερινή ελληνική γλώσσα, κυρίως για να περιγράψει προϊόντα που ψεκάζονται, όπως αποσμητικά, λακ μαλλιών, εντομοκτόνα ή καθαριστικά. Ωστόσο, πρόκειται για δάνειο από την αγγλική λέξη spray και δεν αποτελεί ελληνικής προέλευσης όρο.
Στα ελληνικά, η επίσημη και γλωσσικά ορθότερη απόδοση του όρου είναι η λέξη «ψεκασμός», ενώ ανάλογα με τη χρήση συναντώνται και οι όροι «εκνέφωμα» ή «εκνέφωση», κυρίως σε επιστημονικά ή τεχνικά συμφραζόμενα. Οι λέξεις αυτές αποδίδουν με ακρίβεια τη διαδικασία της διάχυσης ενός υγρού ή αερίου σε πολύ μικρά σταγονίδια.
Παρά την ύπαρξη ελληνικών ισοδύναμων, η λέξη «σπρέι» παραμένει ιδιαίτερα διαδεδομένη στον προφορικό και γραπτό λόγο, ιδίως στον χώρο της διαφήμισης, της κοσμετολογίας και της βιομηχανίας καταναλωτικών προϊόντων. Σε αυτές τις περιπτώσεις χρησιμοποιείται ως άκλιτο ουσιαστικό, σύμφωνα με τους κανόνες προσαρμογής ξένων λέξεων στην ελληνική γλώσσα.
Συμπερασματικά, αν και ο όρος «σπρέι» έχει εδραιωθεί στην καθομιλουμένη, η ελληνική γλώσσα διαθέτει απολύτως λειτουργικές και ακριβείς λέξεις για να τον αντικαταστήσει, ιδιαίτερα σε επίσημα ή επιστημονικά κείμενα. Η επιλογή του όρου εξαρτάται τελικά από το ύφος και το κοινό στο οποίο απευθύνεται κάθε κείμενο.