Το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ δημοσιοποίησε σήμερα, Τετάρτη 9 Ιουλίου, το τρίτο κείμενο πολιτικής της νέας του σειράς, παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα της πρώτης δημοσκοπικής του έρευνας για την ποιότητα της εργασίας στην Ελλάδα.
Βασικός στόχος της έρευνας είναι να αποτυπωθούν, μέσα από τις προσωπικές εμπειρίες και απόψεις των ίδιων των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, κρίσιμες πτυχές της καθημερινής εργασιακής ζωής, από την ένταση και τη ρύθμιση του χρόνου εργασίας, μέχρι την εργασιακή επισφάλεια και το φυσικό περιβάλλον της εργασίας.
Συγκεκριμένα η ανάλυση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ εστιάζει σε τέσσερις βασικές διαστάσεις: το κοινωνικό περιβάλλον στον χώρο εργασίας, όπου εξετάζονται φαινόμενα όπως η σεξουαλική παρενόχληση και ο εκφοβισμός· η ένταση των καθηκόντων, οι ευκαιρίες ανάπτυξης δεξιοτήτων μέσω δια βίου μάθησης και η αναντιστοιχία ανάμεσα στις απαιτήσεις της θέσης και τα προσόντα των εργαζομένων.
Όπως έχει γίνει ήδη γνωστό, η ποιότητα της εργασίας είναι ένας πολυδιάστατος όρος ο οποίος, εφόσον εξετάζεται συμπληρωματικά με τον όγκο της απασχόλησης και τις αμοιβές, διαμορφώνει μια πληρέστερη εικόνα της κατάστασης της αγοράς εργασίας. Διαστάσεις της ποιότητας της εργασίας, όπως, για παράδειγμα, η ασφάλεια της εργασίας, η διευθέτηση του χρόνου εργασίας, η ισορροπία επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, το κοινωνικό και το φυσικό περιβάλλον της εργασίας, είναι πολύ σημαντικές για να εξαχθούν διαπιστώσεις για την αξιοπρεπή διαβίωση και ευημερία των εργαζομένων, καθώς και για τις αναγκαίες κατευθύνσεις πολιτικών και δράσεων που αφορούν την προστασία των εργαζομένων από την εκμετάλλευση, τους κινδύνους για την υγεία των εργαζομένων, τις χαμηλές αποδοχές, τα απρόβλεπτα ωράρια εργασίας, τις πολλές ώρες εργασίας και την εργοδοτική παραβατικότητα. Ωστόσο, ο πολυδιάστατος χαρακτήρας της ποιότητας της εργασίας εγείρει μια τεράστια πληροφοριακή πρόκληση, καθώς είναι απαραίτητη η συλλογή δεδομένων για ένα φάσμα χαρακτηριστικών της και για μια ποικιλία θεσμικών, κοινωνικών, δημογραφικών και διαρθρωτικών/αναπτυξιακών παραγόντων.
Βασικός στόχος αυτής της σειράς Κειμένων Πολιτικής του ΙΝΕ ΓΣΕΕ4 είναι να θέσει την ποιότητα της εργασίας στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης και πολιτικής στην Ελλάδα, προβάλλοντας εμπειρικά ευρήματα για τη μέτρηση σημαντικών διαστάσεών της. Συγκεκριμένα το παρόν Κείμενο Πολιτικής επικεντρώνεται σε τρεις διαστάσεις και συγκεκριμένα: α) στο κοινωνικό περιβάλλον, όπου διερευνάται το ζήτημα της σεξουαλικής παρενόχλησης και του εκφοβισμού στην εργασία, β) στην ένταση των καθηκόντων που αναλαμβάνουν οι εργαζόμενοι5, γ) στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων και στις δυνατότητες επαγγελματικής εξέλιξης των εργαζομένων μέσω της συνεχιζόμενης μάθησης, καθώς και στην αναντιστοιχία δεξιοτήτων και απαιτήσεων εργασίας. Στην ανάλυση που ακολουθεί οι τρεις αυτές διαστάσεις της ποιότητας της εργασίας αξιολογούνται από ένα πλήθος εννέα ερωτημάτων.
Κοινωνικό περιβάλλον και διακρίσεις στην εργασία
Η διερεύνηση της σημασίας του κοινωνικού περιβάλλοντος στην ποιότητα της εργασίας στηρίζεται στη συγκέντρωση δεδομένων σχετικά με τις εμπειρίες σεξουαλικής παρενόχλησης και εργασιακού εκφοβισμού. Ως σεξουαλική παρενόχληση ορίζεται κάθε μορφή ανεπιθύμητης σεξουαλικής συμπεριφοράς ‒λεκτικής, σωματικής‒ καθώς και η δημιουργία ταπεινωτικού περιβάλλοντος που προσβάλλει την αξιοπρέπεια ενός ατόμου (βλ. Οδηγία 2006/54/EC του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου). Αντίστοιχα, ο εργασιακός εκφοβισμός (workplace bullying) περιλαμβάνει συστηματική, επαναλαμβανόμενη και μακροχρόνια άσκηση ψυχολογικής βίας ή επιθετικής συμπεριφοράς, η οποία στοχεύει στην ταπείνωση, την υποτίμηση και την υπονόμευση της επαγγελματικής υπόστασης του θύματος. Ο εκφοβισμός αναφέρεται σε κακόβουλες συμπεριφορές από συναδέλφους, προϊσταμένους, εργοδότες ή πελάτες σε βαθμό που το θύμα αισθάνεται ανεπαρκές και φοβισμένο. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, οι διακρίσεις που λαμβάνουν χώρα αφορούν την άδικη ή επιζήμια μεταχείριση διαφορετικών κατηγοριών ανθρώπων εξαιτίας προσωπικών χαρακτηριστικών.
Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι ο εργασιακός εκφοβισμός είναι ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου κατάθλιψης και άγχους. Συνδέεται, επίσης, με την απουσία από την εργασία και την πρόθεση διακοπής της. Εμπειρικά ευρήματα δείχνουν ότι οι διακρίσεις στην εργασία έχουν σημαντικές ψυχολογικές (κατάθλιψη, άγχος) και σωματικές επιπτώσεις (υπέρταση, καρδιαγγειακές παθήσεις, καρκίνος) αυξάνοντας τη θνησιμότητα. Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας το 2019 ενέκρινε τη Σύμβαση για την εξάλειψη της βίας και της παρενόχλησης στον κόσμο της εργασίας (αριθ. 190) σε μια προσπάθεια ενίσχυσης των εθνικών νομικών πλαισίων προστασίας των εργαζομένων από διακρίσεις και βία. Ένα ασφαλές κοινωνικό περιβάλλον είναι ευεργετικό όχι μόνο για την υγεία των εργαζομένων και την πρόληψη ασθενειών, αλλά και για τη μείωση των απουσιών από την εργασία και τη βιώσιμη αύξηση της παραγωγικότητας.
Στο Διάγραμμα 2.1 παρουσιάζονται οι απαντήσεις των εργαζομένων του συνόλου του δείγματος στο ερώτημα εάν τους περασμένους 12 μήνες είχαν δεχτεί στην εργασία τους σεξουαλική παρενόχληση ή/και bullying από συναδέλφους ή διευθυντικά στελέχη. Παρατηρούμε ότι το 9% των ερωτηθέντων, δηλαδή περίπου ένας στους δέκα, απάντησε θετικά.

Τα καθήκοντα εργασίας
Οι θέσεις εργασίας καθορίζουν τα συγκεκριμένα καθήκοντα που αναλαμβάνουν οι εργαζόμενοι. Οι συνθήκες υπό τις οποίες εκτελούνται αυτά τα καθήκοντα σε διαφορετικές επιχειρήσεις, κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, τρόπους οργάνωσης της εργασίας ποικίλλουν σημαντικά. Καίριας σημασίας είναι η συχνότητα με την οποία οι εργαζόμενοι καλούνται να εργαστούν με υψηλή ένταση και με αυστηρά χρονοδιαγράμματα και προθεσμίες, καθώς και το σε ποιον βαθμό δημιουργούνται αρνητικές συνθήκες για τη σωματική και ψυχική υγεία τους αλλά και για την οικογενειακή και την κοινωνική τους ζωή. Μελέτες καταδεικνύουν ότι υψηλά επίπεδα εργασιακής έντασης και αυστηρά χρονοδιαγράμματα συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου και κατάθλιψη. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν ένα υψηλό επίπεδο απαιτήσεων συνδυάζεται με περιορισμένη αυτονομία και, ακόμη περισσότερο, με χαμηλό επίπεδο κοινωνικής στήριξης
Το Διάγραμμα 3.1 παρουσιάζει τις απαντήσεις των ερωτηθέντων του συνόλου του δείγματος στο ερώτημα αναφορικά με το εάν η εργασία τους απαιτεί την τήρηση αυστηρών χρονοδιαγραμμάτων. Παρατηρούμε ότι το 73% απάντησε θετικά. Στο Διάγραμμα 3.2 αποτυπώνονται οι απαντήσεις που έδωσαν οι εργαζόμενοι στο ερώτημα αναφορικά με το εάν εργάζονται υπό συνθήκες άγχους. Το 19% των ερωτηθέντων δήλωσε «ναι, πάντα», το 31% «ναι, τις περισσότερες φορές» και το 37% «ναι, μερικές φορές». Επομένως, το 87% των εργαζομένων βιώνει στρες και ένταση στην εργασία του. Παράλληλα, στο Διάγραμμα 3.3, όπου οι εργαζόμενοι απαντούν στο ερώτημα που αφορά το πόσο συχνά η ψυχολογική πίεση στην εργασία τους επηρεάζει την οικογενειακή και την ευρύτερη κοινωνική τους ζωή παρατηρούμε ότι το 51%, δηλαδή ένας στους δύο εργαζομένους, δήλωσε «πολύ συχνά/συχνά».
Συνολικά, τα παραπάνω ευρήματα καταδεικνύουν ένα εργασιακό περιβάλλον όπου οι συνθήκες υπό τις οποίες οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα αναλαμβάνουν και εκτελούν τα καθήκοντά τους δημιουργούν υψηλό κίνδυνο πρόκλησης αρνητικών επιπτώσεων στη σωματική και ψυχική υγεία τους και στην οικογενειακή τους ζωή.
Η εργασία σας απαιτεί την τήρηση αυστηρών χρονοδιαγραμμάτων; (Ν: 1305, σύνολο δείγματος)

Ανάπτυξη δεξιοτήτων και επαγγελματική εξέλιξη
Η εργασιακή ανασφάλεια έχει διάφορες διαστάσεις, ανάμεσα σε αυτές τον κίνδυνο απώλειας της εργασίας και την έλλειψη ευκαιριών ανάπτυξης δεξιοτήτων μέσω της κατάρτισης για τη δημιουργία καλύτερων επαγγελματικών προοπτικών. Οι προοπτικές απασχόλησης είναι θετικές όταν οι θέσεις εργασίας παρέχουν ευκαιρίες κατάρτισης, ανάπτυξης και εκμάθησης νέων δεξιοτήτων και επαγγελματικής εξέλιξης, και αρνητικές όταν η ανασφάλεια αποτελεί χαρακτηριστικό της εργασίας. Η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας συνδέεται άμεσα με τις δυνατότητες επαγγελματικής εξέλιξης και συνεχιζόμενης μάθησης. Ένα περιβάλλον το οποίο ενθαρρύνει την ανάπτυξη δεξιοτήτων και προσφέρει ευκαιρίες ανέλιξης ενισχύει τη συμμετοχή των εργαζομένων και συμβάλλει στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα τόσο του ανθρώπινου δυναμικού όσο και της επιχείρησης. Η απόκτηση δεξιοτήτων είναι κομβικής σημασίας στη διαρκώς μεταβαλλόμενη αγορά εργασίας και στην προσαρμογή των επιχειρήσεων στο νέο τεχνολογικό περιβάλλον.
Στο παρακάτω διάγραμμα παρουσιάζονται οι απαντήσεις των εργαζομένων σχετικά με το εάν παρακολούθησαν κάποιο πρόγραμμα εκπαίδευσης ή κατάρτισης χρηματοδοτούμενο από τον εργοδότη τους. Από το σύνολο των ερωτώμενων του δείγματος το 64% δήλωσε «κανένα», το 11% «παλαιότερα από τρία χρόνια», το 10% «τα τελευταία τρία χρόνια» και μόλις το 15% «εντός του τελευταίου χρόνου».
Το ακόλουθο διάγραμμα παρουσιάζει τα ευρήματα που αφορούν το ερώτημα σχετικά με το εάν οι ερωτώμενοι έχουν παρακολουθήσει κάποιο αυτοχρηματοδοτούμενο πρόγραμμα εκπαίδευσης και κατάρτισης. Το 62% απάντησε αρνητικά. Από τις θετικές απαντήσεις, το 14% δήλωσε ότι είχε παρακολουθήσει «παλαιότερα από τρία χρόνια», το 11% «τα τελευταία τρία χρόνια» και το 13% «εντός του τελευταίου χρόνου». Οι απαντήσεις αυτές καταδεικνύουν ότι στη χώρα μας την εποχή της ψηφιακής επανάστασης και της τεχνητής νοημοσύνης δεν υπάρχουν αναπτυγμένες ενδο-ε πιχειρησιακές δομές μετασχηματισμού των δεξιοτήτων των εργαζομένων.
Οι πιθανοί λόγοι είναι πολλοί. Οι Έλληνες εργοδότες φαίνεται ότι δεν τοποθετούν στο επίκεντρο των οργανωτικών πρακτικών των επιχειρήσεών τους την ανάπτυξη των δεξιοτήτων των εργαζομένων τους. Δεν φαίνεται να υπάρχει μια κουλτούρα επιχειρηματικότητας τέτοια που να στηρίζει τη βιωσιμότητα και την ανταγωνιστικότητα της επιχείρησης με την αναβάθμιση και την αξιοποίηση των δεξιοτήτων των εργαζομένων. Η χαμηλή ποιότητα των θέσεων εργασίας αποτελεί ένα δομικό μειονέκτημα του αναπτυξιακού μοντέλου της Ελλάδας και της ροπής του σε παραγωγικές δομές χαμηλής έντασης γνώσης. Επιπλέον, οι χαμηλές προσδοκίες επαγγελματικών προοπτικών και ευκαιριών καριέρας στις επιχειρήσεις λειτουργούν ως αντικίνητρο για τους εργαζομένους προκειμένου να επενδύσουν στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων τους. Σε κάθε περίπτωση τα ευρήματα προβάλλουν επιτακτικά την αναγκαιότητα περαιτέρω ανάπτυξης ουσιαστικών παρεμβάσεων στα πεδία της κατάρτισης και της διά βίου μάθησης.

Παρακάτω οι εργαζόμενοι απαντούν στο ερώτημα σχετικά με το εάν η εργασία τους εμπλουτίζει/αναβαθμίζει τις δεξιότητες/γνώσεις τους. Παρατηρούμε ότι το 55% των ερωτώμενων δήλωσαν «πολύ/αρκετά», ενώ το 45% δήλωσε «λίγο/καθόλου». Το υψηλό ποσοστό εκείνων που δήλωσαν «λίγο/καθόλου» επίσης προβάλλει το διαρθρωτικό πρόβλημα μετασχηματισμού και μετάβασης των ελληνικών επιχειρήσεων σε οργανωτικές διαδικασίες έντασης γνώσης και καινοτομίας.

Διαβάστε ολόκληρη την έρευνα «Η ποιότητα της εργασίας στην Ελλάδα – «Κοινωνικό περιβάλλον, καθήκοντα εργασίας, ανάπτυξη δεξιοτήτων» της ΓΣΕΕ, ΕΔΩ.