Εκατοντάδες χιλιάδες αιτήσεις αναμένεται να δεχτεί το ΑΣΕΠ τις τρεις πρώτες εβδομάδες του Ιουνίου, καθώς στις 4 του μήνα ξεκινούν οι αιτήσεις των εκπαιδευτικών που θέλουν να ενταχθούν στους νέους πίνακες Ειδικής Αγωγής. Μάλιστα, στελέχη του υπουργείου Παιδείας εκτιμούν ότι ο αριθμός των αιτήσεων που θα υποβληθεί και στις τρεις προκηρύξεις Ειδικής Αγωγής (1ΕΑ/2025, 2ΕΑ/2025 και 3ΕΑ/2025) θα ξεπεράσει τις 85.000.
Όπως εκμυστηρεύονται στο Proson.gr στελέχη της δημόσιας διοίκησης, με πείρα σε θέματα Παιδείας, ο αριθμός αυτός προκύπτει σε συνάρτηση του αριθμού των αιτήσεων που είχαν υποβληθεί το 2022 καθώς και του αριθμού των νέων που αποφοιτά από τα ελληνικά Πανεπιστήμια.
Η χρονοτριβή του υπουργείου: «δώρο» για τους τελειόφοιτους;
Σημειώνεται ότι το υπουργείο Παιδείας επέλεξε να δημοσιεύσει τις τρεις προκηρύξεις την τελευταία -κυριολεκτικά- στιγμή, καθώς οι προσωρινοί πίνακες θα πρέπει να είναι έτοιμοι από το ΑΣΕΠ μέχρι τον Αύγουστο. Η κίνηση αυτή, ωστόσο, δίνει στους τελειόφοιτους φοιτητές την ευκαιρία να ενταχθούν αμέσως μετά την αποφοίτηση τους στους νέους πίνακες ΑΣΕΠ.
Συγκεκριμένα, από τη «χρονοτριβή» του υπουργείου αναμένεται να ευνοηθούν όσοι τελειώνουν τώρα το μεταπτυχιακό τους δίπλωμα, καθώς τώρα είναι η περίοδος που οι φοιτητές παραδοσιακά παρουσιάζουν τις διπλωματικές τους εργασίες. Έτσι, οι μεταπτυχιακοί φοιτητές στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση θα μπορέσουν να ενταχθούν άμεσα στους πίνακες με τους υποψήφιους αναπληρωτές, ενώ οι φοιτητές των υπόλοιπων μεταπτυχιακών προγραμμάτων θα προλάβουν να λάβουν τα +20 πολυπόθητα μόρια που θα τους ανεβάσουν στην κατάταξη.
Η καθυστέρηση αυτή θα μπορούσε να ωφελήσει ίσως και κάποιους προπτυχιακούς φοιτητές που τελειώνουν τώρα τις σπουδές τους και προλαβαίνουν να πάρουν βεβαίωση κτήσης πτυχίου πριν από τις 20 Ιουνίου. Ωστόσο, κάτι τέτοιο είναι πιο δύσκολο, καθώς οι εξεταστικές στα ΑΕΙ λαμβάνουν χώρα -συνήθως- όλο τον Ιούνιο.
Δυσεύρετοι οι δάσκαλοι και οι σχολικοί νοσηλευτές
Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι τη φετινή σχολική χρονιά το υπουργείο Παιδείας αδυνατούσε να βρει δασκάλους Ειδικής Αγωγής και Σχολικούς Νοσηλευτές και για τον λόγο αυτό προχώρησε σε νομοθετική ρύθμιση που επέτρεπε στα σχολεία να προσλαμβάνουν αναπληρωτές και εκτός πινάκων ΑΣΕΠ.
Ο λόγος που το ΥΠΑΙΘΑ έψαχνε τους δασκάλους με το «κιάλι» είναι ότι οι τωρινοί πίνακες έχουν στερέψει από υποψήφιους σε ορισμένες ειδικότητες. Είναι λοιπόν πολύ πιθανόν το υπουργείο να εξάντλησε όλο το χρονικό περιθώριο που είχε προκειμένου να δώσει σε περισσότερους απόφοιτους την ευκαιρία να ενταχθούν στους πίνακες.
Το δημόσιο δεν αποτελεί πλέον πόλο έλξης
Βέβαια, σε ότι αφορά την ανταπόκριση των εκπαιδευτικών στο κάλεσμα του υπουργείου, οι αρμόδιοι θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη και τα εξής:
- Πολλοί εκπαιδευτικοί προσλαμβάνονται ως αναπληρωτές και στη συνέχεια παραιτούνται λόγω του δυσβάσταχτου κόστους ζωής και των χαμηλών μισθών που προβλέπονται για τους πτυχιούχους. (Δείτε ΕΔΩ πόσα χρήματα λαμβάνουν οι δημόσιοι υπάλληλοι που έχουν αποφοιτήσει από ΑΕΙ ή ΤΕΙ).
- Οι πρόσφατες δηλώσεις για την άρση της μονιμότητας στο δημόσιο αναμένεται να παίξουν επίσης ρόλο στην ανταπόκριση των υποψηφίων που ίσως αναζητήσουν επαγγελματική αποκατάσταση στον ιδιωτικό τομέα. Είναι γεγονός πως πολλοί επιλέγουν το δημόσιο -παρά τους εξωφρενικά χαμηλούς μισθούς- καθώς η μονιμότητα αντικρούει την εργασιακή ανασφάλεια που υπάρχει στην ελληνική εργασιακή πραγματικότητα.
Δύσκολη η εξίσωση
Εν κατακλείδι, για να βρει αλλά και για να κρατήσει τους εκπαιδευτικούς στα σχολεία η κυβέρνηση θα πρέπει να επανεξετάσει το πλαίσιο με το οποίο προσλαμβάνει δασκάλους και καθηγητές.
Ο θεσμός του αναπληρωτή (που εκτελεί χρέη μόνιμου προσωπικού ενώ μετακινείται κάθε χρόνο σε άλλη περιοχή), οι χαμηλοί μισθοί, οι διώξεις εκπαιδευτικών και μία σειρά από εξωτερικούς παράγοντες (όπως για παράδειγμα η κατάσταση των σχολικών κτιρίων) συνηγορούν στο να γυρίσουν τελικά οι εκπαιδευτικοί την πλάτη στα δημόσια σχολεία.
Από την άλλη, η αγάπη ορισμένων ανθρώπων για το επάγγελμα τους -το οποίο θεωρούν και είναι λειτούργημα- καθώς και η μεγάλη ανεργία στους απόφοιτους καθηγητικών σχολών κρατούν ακόμα ζωντανά τα σχολεία. Αλλά το ερώτημα είναι: για πόσο;