Η λέξη «ρεζίλι», με καταγωγή από την τουρκική rezil, χρησιμοποιείται στην ελληνική γλώσσα για να περιγράψει την πλήρη απώλεια αξιοπρέπειας ή μια κατάσταση δημόσιας γελοιοποίησης.
Στην ουσία, αποτυπώνει τη στιγμιαία ή μόνιμη έκθεση κάποιου σε πομπή, κάτι που στη δημοτική γλώσσα αποδίδεται και με τον όρο «ρεζίλια».
Στα ελληνικά, ο όρος ταυτίζεται σημασιολογικά με τον εξευτελισμό και τη γελοιοποίηση, όρους που χρησιμοποιούνται σε επίσημο και λόγιο λόγο.
Χαρακτηριστικές φράσεις της καθημερινότητας, όπως «κάνω κάποιον ρεζίλι» ή «γίνομαι ρεζίλι των σκυλιών», αποτυπώνουν τη δύναμη και τη συχνότητα της λέξης στη δημόσια και ιδιωτική έκφραση, επιβεβαιώνοντας την ένταξή της στο σύγχρονο ελληνικό λεξιλόγιο.