Ο πρωθυπουργός, κ. Κυριάκος Μητσοτάκης προχώρησε σε ακόμη μια δήλωση που περισσότερο εντείνει τον φόβο και την ξενοφοβία, παρά προτείνει λύσεις στο κρίσιμο ζήτημα της μετανάστευσης από τη Λιβύη και την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Στη συνάντησή του με τον πρόεδρο της Βουλής, Κωνσταντίνο Τασούλα, αντί να παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο και ανθρωποκεντρικό σχέδιο για τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, περιορίστηκε σε γενικόλογες εξαγγελίες και κινήσεις εντυπωσιασμού που εξυπηρετούν πρωτίστως το επικοινωνιακό του προφίλ.
Η εξαγγελία για αποστολή πολεμικών πλοίων στα ανοικτά της Λιβύης μοιάζει περισσότερο με επίδειξη δύναμης απέναντι σε ανυπεράσπιστους ανθρώπους, παρά με πράξη ευθύνης. Αντί να ενισχύσει τις διασώσεις στη Μεσόγειο ή να στηρίξει τις δομές φιλοξενίας, ο πρωθυπουργός επιλέγει τη στρατιωτικοποίηση ενός ανθρωπιστικού ζητήματος.
Η φράση του «δεν θα κάνουν κουμάντο οι διακινητές» όχι μόνο αναπαράγει στερεότυπα, αλλά αποπροσανατολίζει από την πραγματική εικόνα, που είναι ότι χιλιάδες άνθρωποι, θύματα πολέμων, φτώχειας και διώξεων, παλεύουν για ένα καλύτερο μέλλον.
Αντί για πολιτικές αποτροπής, η Ελλάδα χρειάζεται να δείξει αλληλεγγύη και να διεκδικήσει ουσιαστική στήριξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αναφορά του Μητσοτάκη στην ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής ηχεί υποκριτική, καθώς η κυβέρνηση έχει συστηματικά αντιμετωπίσει το προσφυγικό με όρους εσωτερικής ασφάλειας και όχι ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η αποτυχία να προωθηθούν βιώσιμες λύσεις και να βελτιωθούν οι συνθήκες ζωής στα νησιά και τις δομές φιλοξενίας αποκαλύπτει την έλλειψη πολιτικής βούλησης. Ακόμα και η αποδοκιμασία της επίθεσης σε ελληνορθόδοξο ναό στη Συρία, αν και αυτονόητη, μένει κενή περιεχομένου, καθώς δεν συνοδεύεται από καμία ουσιαστική πρωτοβουλία για την ειρήνη και την προστασία των αμάχων στη Μέση Ανατολή. Σε μια εποχή που η ανθρωπιά δοκιμάζεται, η ηγεσία οφείλει να επιλέγει τη συμπερίληψη και την αλληλεγγύη — όχι τη ρητορική του φόβου.